Hic Saltus
.
Όσοι παρακολουθούν από κοντά το πολιτικό δράμα- από πάθος για την πολιτική, αγωνία για την οικονομία ή από επαγγελματική υποχρέωση- δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι πέρασε μόλις ένας μήνας από την Κυριακή των εκλογών. Ο χρόνος πύκνωσε απότομα. Και με την συμπλήρωση του πρώτου μετεκλογικού μήνα, φαίνεται ότι κλείνει κι ένας μετεκλογικός κύκλος. Η συμφωνία της Παρασκευής στο Eurogroup και η έγκριση του mail Βαρουφάκη, είναι η τελική πράξη αυτού του πρώτου κύκλου.
Ένας πρώτος απολογισμός, λοιπόν.
Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τον βίο της με ένα μεγάλο πλεονέκτημα κι ένα μεγάλο μειονέκτημα.
Το μεγάλο της πλεονέκτημα ήταν η εκλογική της νίκη η ίδια. Όλοι στην Ευρώπη- ακόμη και σκληρότεροι των σκληρών- γνώριζαν ότι απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει εκλεγεί με μια προεκλογική ατζέντα τόσο ριζικής εναντίωσης στην γερμανική οικονομική ορθοδοξία και τις πολιτικές που επέβαλε, δια των «προγραμμάτων διάσωσης», στην Ελλάδα, ήταν αδύνατο να επιτύχουν έναν συμβιβασμό, δίχως να της παραχωρήσουν κάτι. Ένα, μικρό βέβαια, αλλά όχι ασήμαντο, ποσοστό των διεκδικήσεών της. Η κυβέρνηση, δηλαδή, και μόνον χάρις στην ύπαρξή της την ίδια, είχε μια σπάνια και πολύτιμη ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης.
Το μεγάλο της μειονέκτημα ήταν ο χρόνος. Όλοι στην Ευρώπη γνώριζαν, επίσης, ότι η νέα κυβέρνηση είχε μόλις ένα μήνα να καταληξει, πριν εκπνεύσει το «πρόγραμμα», σε μια συμφωνία με τους «θεσμούς» (τι εύρημα!), υπό την πίεση ενός επικείμενου κινδύνου πιστωτικής ασφυξίας και μέτρων περιορισμού στην κίνηση κεφαλαίων- με ό,τι αυτά θα σήμαιναν για την ελληνική οικονομία αλλά και για το πολιτικό κλίμα στην χώρα.
Έκανε η κυβέρνηση την καλύτερη δυνατή διαχείριση του πολιτικού της πλεονεκτήματος; Πέτυχε μια αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων που (γνώριζε εξ αρχής ότι θα) την απειλούσαν;
Άλλοι (Economist) λένε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχασε μια μεγάλη ευκαιρία, που δεν θα της ξαναδοθεί. Άλλοι (Krugman) πως καλά τα κατάφερε. Άλλοι (Munchau στους FT) πως τώρα μεν ηττήθηκε αλλά τίποτε δεν κρίθηκε και η μεγάλη μάχη είναι αυτή που ξεκινά τώρα και θα διαρκέσει ως τον Ιούνιο.
Ας το ξανασυζητήσουμε όταν ολοκληρωθεί κι ο επόμενος γύρος. Προς το παρόν, ας μείνουμε στον χρόνο που μεσολαβεί ως την επόμενη κρίση- είτε αυτή έρθει στα τέλη Απριλίου, είτε στα τέλη Ιουνίου. Αυτός θα είναι χρόνος πυκνών, διαρκών και δύσκολων διαπραγματεύσεων. Αλλά η κυβέρνηση- καλό είναι να το θυμούνται οι άνθρωποί της- δεν θα κριθεί από το πώς διαπραγματεύεται, αλλά από το πώς κυβερνά.
Το πρόβλημα της Ελλάδας- όπως σωστά, νομίζω, έγραφε προχθές η WSJ σ' ένα κατά τα άλλα πικρόχολο άρθρο της- είναι ότι, από το 2009 ως τώρα, καμιά κυβέρνηση κανείς ηγέτης δεν έφερε ένα πειστικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα γεννούσαν την αναπτυξη που είναι αναγκαία ώστε η χώρα να βγει από την κρίση και να καταστεί αξιόχρεη. Ένα σχέδιο αλλαγών είναι το ζητούμενο. Μια θεραπεία για την χρόνια νόσο μιας οικονομίας βαθιά παρασιτικής, που είχε την ιδιωτική κατανάλωση ως μοναδικό κινητήρα της οικονομικής μεγέθυνσης, που ακόμη και στις καλύτερες ημέρες μεγέθυνσής της δεν κατάφερνε να δημιουργεί επαρκή αριθμό νέων θέσεων εργασίας και που (γιαυτό) δεν κατάφερε να αυξήσει τις εξαγωγές της παρά την μεγάλη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων στα χρόνια του μνημονίου.
Αν η νέα κυβέρνηση δώσει έμπρακτα δείγματα ότι μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, θα έχει επιτύχει ό,τι κι αν γίνει στις διαπραγματεύσεις. Αν δεν το καταφέρει, στα ασφυκτικά περιθώρια χρόνια που διαθέτει, οι διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» και άνευ σημασίας θα είναι και περιθώρια επιτυχούς έκβασης δεν θα έχουν. Εδώ ταιριάζει αυτό που είχε πει αταίριαστα, στην προεκλογική περίοδο, ο Αλέξης Τσίπρας: Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.-
Παύλος Τσίμας
-Huffingtonpost.gr
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε το σχόλιό σου, με ονομ/μο και Mail .-