του Θάνου Δόκου
Η κυρίαρχη αντίληψη στη δεκαετία του 1980 ήταν πως η αντίδραση, η αναξιοπιστία και η αστάθεια χαρακτήριζε την ελληνική εξωτερική πολιτική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μοντέλο ήταν πιο κοντά σε ρεαλιστική, αξιόπιστη και ορθολογική εξωτερική πολιτική- αν και σε διαφορετικούς βαθμούς, ανάλογα με την κυβέρνηση που ήταν στην εξουσία..-
Αυτό οφείλεται κυρίως στην επιρροή και στην επίδραση της βαθιάς διαδικασίας εξευρωπαϊσμού που έχει διαμορφώσει διάφορες πτυχές της ελληνικής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Η εμβάθυνση της ΕΕ παραμένει ο κορυφαίος στρατηγικός στόχος της Ελλάδας, παρά τα τρέχοντα προβλήματα της χώρας.
Οι ανησυχίες για την οικονομική επιβίωση επισκίασαν την σημασία των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία πέντε χρόνια. Τώρα, η ελληνική εξωτερική πολιτική κατ’ αρχήν μοιάζει πολύ πιο φιλόδοξη, με ένα επίπεδο φιλοδοξίας στο 4,5 στα 5. Αλλά η Αθήνα θα πρέπει επίσης να αναπροσαρμοστεί γρήγορα σε ένα μεταβαλλόμενο περιφερειακό περιβάλλον, στην οικονομία και στην παγκόσμια ασφάλεια.
Ακόμη και πριν από την οικονομική κρίση, η Ελλάδα σταθερά κινούνταν χαμηλότερα της “θέσης” της στα περισσότερα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, επιτρέποντας στον εαυτό της να χάσει μέρος του περιφερειακού ρόλου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και αφήνοντας τον ενεργό της ρόλο εντός της ΕΕ να ατροφήσει. Μια εσωστρεφής και παθητική νοοτροπία οδήγησε σε λίγες πρωτοβουλίες αναφορικά με την εξωτερική πολιτική και σε περιορισμένη αξιοποίηση των ευκαιριών για πολυμερείς πρωτοβουλίες ή νέες τακτικές και στρατηγικές συμμαχίες.-.
Μια αξιολόγηση της επίδρασης της κρίσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εικόνα, το κύρος και η αξιοπιστία της χώρας έχουν δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα, και ότι η επιρροή της Ελλάδας τόσο στην ΕΕ όσο και στην γειτονιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει επηρεαστεί αρνητικά.
Οι αμυντικές δαπάνες έχουν μειωθεί σημαντικά, αν και η Ελλάδα εξακολουθεί να ξοδεύει το 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς ειρηνευτικές και άλλες επιχειρήσεις, έχει ήδη μειωθεί. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις εξακολουθούν να προσφέρονται για χρήση στις ΝΑΤΟϊκές (και αμερικανικές) επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά τα οφέλη της ελληνικής συμμετοχής είναι μάλλον αναντίστοιχα τόσο για την χώρα όσο και για την συμμαχία.
Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει σημαντική για τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης, για πέντε λόγους.
Κατ’ αρχάς, στα Δυτικά Βαλκάνια, η Ελλάδα παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας αναφορικά με τις οικονομικές επενδύσεις και την πολιτική επιρροή. Η διαφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ είναι ένα μεγάλο εμπόδιο στην πολιτική της Ελλάδας για την ισχυρή στήριξη της διεύρυνσης της ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια. Η Αθήνα αντιτίθεται στην χρήση του ονόματος “Μακεδονία”, για να αποφευχθεί η μονοπώληση του ονόματος από οποιοδήποτε από τα τρία ενδιαφέρομε μέρη: την Ελλάδα, την ΠΓΔΜ και την Βουλγαρία. Καμία ουσιαστική πρόοδος δεν θα πρέπει να αναμένεται για αυτό το ζήτημα βραχυπρόθεσμα, εξαιτίας εσωτερικών παραγόντων στην Αθήνα και, ιδιαίτερα, στα Σκόπια.
Η ελληνική θέση για το Κοσσυφοπέδιο, του οποίου η ανεξαρτησία δεν έχει αναγνωριστεί, θα συνεχίσει να εξελίσσεται. Και η Αθήνα μπορεί να αναμένεται ότι θα συνεχίσει να ενισχύει τους δεσμούς της με τους γείτονές της στην ΕΕ, Βουλγαρία και Ρουμανία, καθώς και με την Σερβία και την Αλβανία.
Δεύτερον, η διαχείριση του ρεύματος των μεταναστών και των προσφύγων, του κινήματος των τζιχαντιστών μαχητών και η απειλή της ριζοσπαστικοποίησης παραμένουν ζητήματα με σημαντικές εξωτερικές και εσωτερικές διαστάσεις για την ΕΕ. Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, βρίσκεται στο πιο ευαίσθητο εξωτερικό σύνορο της ΕΕ και δυσκολεύεται να διαχειριστεί αυτές τις προκλήσεις αποτελεσματικά. Η Αθήνα χρειάζεται όλη την υποστήριξη που μπορεί να έχει από τους εταίρους στην ΕΕ.
Τρίτον, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης μέσω του ΤΑΡ, του προτεινόμενου αγωγού διασύνδεσης φυσικού αερίου μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας., καθώς και της εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονάνθρακα στην ελληνική θαλάσσια ζώνη. Η συμμετοχή στον λεγόμενο αγωγό φυσικού αερίου Turskish Stream από την Ρωσία στην Τουρκία διαμέσου της Μαύρης Θάλασσας δεν θα πρέπει να αποκλείεται, με την προϋπόθεση ότι το έργο θα είναι σύμφωνο με τους κανονισμούς της ΕΕ.
Τέταρτον, ακολουθώντας το παράδειγμα των Ευρωπαίων εταίρων της, η Ελλάδα εξετάζει τις διαθέσιμες ευκαιρίες για βελτίωση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με την Ρωσία και την Κίνα. Μια γρήγορη διπλωματική λύση στην ουκρανική κρίση είναι προτεραιότητα για την Αθήνα. Σε αυτό το ζήτημα, η προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία τον Μάρτιο του 2014, φέρει μια απομακρυσμένη αλλά υπαρκτή ομοιότητα με την κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία, το 1974.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι επικριτική των κυρώσεων της Δύσης εναντίον της Ρωσίας μετά από τις ενέργειές της στην Ουκρανία και πιστεύει ότι η Ρωσία είναι ένας δύσκολος γείτονας για την Ευρώπη. Αλλά την ίδια στιγμή, η Αθήνα θεωρεί την Μόσχα ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής ασφάλειας και θα υποστήριζε μια συνδυασμένη πολιτική αποτροπής και δέσμευσης. Η Ελλάδα φιλοδοξεί να γίνει μια συμπληρωματική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, με το να γίνει η φωνή της Ρωσίας στην Ευρώπη, όχι αντίστροφα.
Πέμπτον, η Ελλάδα καταλαμβάνει μια γεωστρατηγική θέση σε μια δύσκολη γειτονιά και προσφέρει βασικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα η Σούδα, αναμφισβήτητα η πιο σημαντική -και αξιόπιστη- συμμαχική στρατιωτική εγκατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει μια μάλλον προνομιακή σχέση -διαφόρων βαθμών- με το Ισραήλ (όπου η έμφαση θα δοθεί στην οικοδόμηση βαθύτερων στρατηγικών δεσμών, χωρίς να εγκαταλείπονται οι παραδοσιακά καλές σχέσεις της Ελλάδας με τους Παλαιστινίους), τον Αραβικό κόσμο και το Ιράν.
Η Αθήνα θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός συμπληρωματικού διαμεσολαβητή στη Μέση Ανατολή, εκτός του ότι αποτελεί έναν αξιόπιστο περιφερειακό εταίρο για την Δύση και για την προώθηση προγραμμάτων περιφερειακής συνεργασίας. Ασφαλώς, αυτό προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα ήταν πρόθυμη και ικανή να εφαρμόσει με επιτυχία μια πιο ενεργή και αποτελεσματική εξωτερική πολιτική.
Πέρα από αυτά τα πέντε θέματα, οι ελληνό-τουρκικές σχέσεις θα παραμείνουν στην κορυφή της ατζέντας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Συνολικά, οι δύο χώρες είναι καλύτερη σήμερα από ό,τι στο παρελθόν, όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου και των διαπροσωπικών επαφών. Καμία πλευρά δεν φαίνεται έτοιμη να κάνει οποιεσδήποτε σημαντικές παραχωρήσεις ώστε να ομαλοποιηθούν πλήρως οι διμερείς σχέσεις, και αυτό πιθανώς θα παραμείνει το ζήτημα για το άμεσο μέλλον, ιδιαίτερα και στο πλαίσιο της φιλόδοξης αλλά μάλλον απρόβλεπτης εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας.
Αναφορικά με την Κύπρο, η Αθήνα θα παραμείνει υποστηρικτική μιας διευθέτησης για την διαίρεση του Νησιού, αλλά θα αφήσει στην Λευκωσία την ουσία μιας συμφωνίας.
Οι φορείς χάραξης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα λειτουργούν στο εγγύς μέλλον υπό την Δαμόκλειο σπάθη της οικονομικής κρίσης της χώρας. Η απειλή ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εγκαταλείψει την ευρωζώνη είτε μετά από σχεδιασμό (Grexit) είτε μετά από αθέτηση πληρωμής (Graccident) επιβάλει σειρά περιορισμών και δεσμεύσεων. Η Ελλάδα χρειάζεται να βρει τον δικό της χώρο στην κατανομή των περιφερειακών ρόλων και να πείσει τους εταίρους και τους συμμάχους για την δική της προστιθέμενη αξία στην διαχείριση των κοινών προκλήσεων ασφάλειας.
Κατ’ ανάγκη, η έννοια-κλειδί για την ελληνική εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας στα επόμενα χρόνια, θα είναι η έξυπνη χρήση των πόρων της χώρας. Η καλύτερη επιλογή -δεδομένου ότι θα μπορούσε να έχει πολλαπλά αποτελέσματα στις ελληνικές προσπάθειες για συγκέντρωση διπλωματικού κεφαλαίου- θα ήταν να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση της νέας ΕΕ, ιδιαίτερα σε σχέση με την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή (όπου η Ελλάδα προάγει την προστασία των εναπομεινασών χριστιανικών κοινοτήτων), και στην διαμόρφωση υπερατλαντικών περιφερειακών πολιτικών. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η Αθήνα δεν θα πρέπει να αγνοεί την ανάγκη για εθνικά κίνητρα και την περαιτέρω πολυμεροποίηση της εξωτερικής της πολιτικής.
Παρά την υψηλή της φιλοδοξία, η ικανότητα της Ελλάδας να φέρει αποτελέσματα, θα περιορίζεται από τα περιορισμένα οικονομικά μέσα και την θεσμική ικανότητα, καθώς και από την διπλωματική απειρία και την έλλειψη ιδεολογικής ομοιογένειας της νέας ελληνικής αριστερής και δεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού. Το πόρισμα μένει να βγει για το εάν η Αθήνα μπορεί να ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια.
- δείτε το κείμενο εδώ, :http://carnegieeurope.eu/strategiceurope/?fa=60024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε το σχόλιό σου, με ονομ/μο και Mail .-